Γιατί η κριτική δεν αντέχει τον Παπακαλιάτη

Published: 29 Nov 2012, 18:37

Του Μιχάλη Κωνσταντέλλη

Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του φιλμ με τον τίτλο «Αν...» αυτήν την εβδομάδα, αισθάνθηκα πως χρειάζεται μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση στο πρόσωπο και το «έργο» του. Είναι μάλλον βέβαια υπερβολή να αναφέρομαι στο «έργο» του ηθοποιού/σκηνοθέτη/σεναριογράφου, καθώς έως τώρα μας έχει συνηθίσει σε αναμασήματα ξένων σειρών και φιλμ, σε κλισεδιάρικα μελό με ανυπόφορα γλυκανάλατες καταστάσεις και σε τρέντι αναπαραγωγές κοινωνικών στερεοτύπων που τελικά αφήνουν αδιάφορο το θεατή. Τα παραπάνω ωστόσο δεν είναι απαραίτητα λάθος συνταγή καθώς αμέτρητες τηλεοπτικές σειρές και ταινίες χρησιμοποιούν ακριβώς το ίδιο δόλωμα για να προσελκύσουν το mainstream κοινό. Υπάρχουν όμως διαφορές και συνοψίζονται στα εξής:

Το πρόσωπο Παπακαλιάτης: από την εποχή των δέκα μικρών μήτσων, ο όμορφος και χαρισματικός Χριστόφορος αντιπροσώπευσε κάτι από τη γενιά του. Ήταν το στερεότυπο του smart, καλομαθημένου παιδιού, η παρωδία του νεανικού προτύπου των πάρτυ 90s, της επιτηδευμένης χαζοχαρουμενιάς του ιδιωτικού σχολείου και των Βορείων Προαστείων, ήταν εν τέλει ένας χαρακτήρας που – επειδή ήταν παράγωγο της εποχής του – μπορούσε κανείς να τον ταυτίσει με το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Χριστόφορος έγινε εγχώριος τηλεοπτικός σούπερ σταρ και τις σειρές που έβγαζε στο χρεωκοπημένο σήμερα mega - αντιπροσωπευτικές ενός lifestyle, που δεν ήταν πειστικό και παρουσίαζε μια σχεδόν σουρεάλ κατάσταση - η εγχώρια δηθενιά τις έβρισκε διασκεδαστικές μέσα στο ανόητο ιδεώδες της ζωάρας με τα δανεικά το οποίο είχε ο ψωνίζει ο Ελληνάρας την εποχή εκείνη. Έτσι και ίσως άθελά του, ο Χριστόφορος έγινε typecast στις συνειδήσεις του κοινού ως ακριβώς αυτό που έδειχνε στα τραβηγμένα από τα μαλλιά σενάρια του. Τοποθετώντας πάντα το πρόσωπό του στο κέντρο της δράσης ταυτίστηκε ως Παπακαλιάτης πλέον με τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους.

Σίγουρα βέβαια οι οπαδοί των τηλεοπτικών του περιπετειών του θα σπεύσουν να υποστηρίξουν το ντεμπούτο του και θα πληρώσουν το εισιτήριο για την ταινία. Τα φλας λάμπουν πάντα στο κόκκινο χαλί της καρικατούρας κινηματογραφικής πρεμιέρας που συνήθως προηγείται της διάθεσης των ελληνικών mainstream ταινιών και τα πάνελ των μεσημβρινών κουτσομπολιών ή της πρωϊνής ζώνης θα τον υποδεχτούν – όχι με την ίδια όρεξη όπως παλιά, αλλά και για χάρη της εταιρείας παραγωγής – για μια εκ βαθέων συνέντευξη. Ό, τι συνέβαινε παλιά όμως δεν είναι πια αρκετό...

Ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος Παπακαλιάτης: Πολλοί ηθοποιοί, παλιοί και σύγχρονοι έχουν δοκιμάσει να γράψουν σενάρια και να σκηνοθετήσουν ταινίες. Ανάμεσά τους πολλοί «μεγάλοι» που γύρισαν πατάτες και πολλοί «μικροί» που παρέδωσαν αριστουργήματα. Ο Χριστόφορος δεν είναι φυσικά ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Στην όλη πορεία του ωστόσο διέπραξε ένα κοινό – όσο και τραγικό – λάθος. Εγκλωβισμένος στην εικόνα που καλλιέργησε για τον εαυτό του και ακριβώς εξαιτίας της επιτυχίας που αυτή είχε σε συγκεκριμένο ακροατήριο – αυτό ακριβώς που ζούσε το «όνειρο» της χίπστερ, νεοπλουτικής θετικής ενέργειας με μπόλικες δόσεις ιμιτασιόν καλλιτεχνίας – ξέχασε πως η κοινωνία προχώρησε προς άλλες κατευθύνσεις. Το κοινό όμως δεν «κλείνεται», είναι πάντα ρευστό και σήμερα σταδιακά απομυθοποιεί τις αξίες και τις ανάγκες των τελευταίων δύο δεκαετιών και πραγματικά «ψάχνεται». Δε μιλάμε εδώ για τον hardcore σινεφίλ με τις περίεργες αναζητήσεις, αλλά για τον κοινό κινηματογραφόφιλο, που ζώντας και βλέποντας αυτά που συμβαίνουν στη χώρα, αλλά και παγκόσμια, αλλάζει τη ζωή του, παίρνει σκληρές αποφάσεις και φυσικά αναθεωρεί και τις επιλογές του στη διασκέδαση.

Ποιά μπορεί να είναι η αντιστοιχία του Παπακαλιάτειου δράματος στη σημερινή εποχή δεν ξέρω, αλλά έχω την εντύπωση πως είναι μηδαμινή. Αν ίσως αντικαθιστούσε το πρωταγωνιστικό του δίδυμο (τον ίδιο και τη Μαρίνα Καλογήρου) με ένα μετανάστη και μια ταμία σούπερμάρκετ και μετέφερε την πλοκή στο Αιγάλεω ή το Περιστέρι, πιθανότατα θα μπορούσε να επανεφεύρει τον εαυτό του σε νέο φωσκολικό ρόλο και να αποφύγει τους σκοπέλους μιας κινηματογραφικής αντιγραφής των τηλεοπτικών του σειρών που ελλείψει χρημάτων δεν μπορούν σήμερα να γίνουν πραγματικότητα. Θα έβρισκε μάλλον και μεγαλύτερη ανταπόκριση στο χώρο της κινηματογραφικής κριτικής, μιας και δεν είναι το μελόδραμα των σεναρίων του που ενοχλεί τόσο, αλλά το ανυπόστατο των χαρακτήρων και της εκάστοτε πλοκής. Αυτή είναι αδύνατο να γίνει καλύτερη ρίχνοντας άτσαλα στο αμπάρι σύγχρονα – υποτίθεται - θέματα μιας και το σεναριακό σκάφος δεν το αντέχει...

Κριτική και κριτικοί: Κι επειδή υπάρχει και μια κουβέντα για την κριτική, ας αποσαφηνίσουμε τα εξής: κριτικοί υπάρχουν διαφόρων ειδών, αυτοί που γράφουν με κακία, άλλοι που γράφουν ιδιοτελώς και υστερόβουλα, μερικοί που εξορμούν από το περιθώριο και – ευτυχώς – αρκετοί που αγαπούν το σινεμά. Όλοι όμως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, δεν τους αρέσει να τους κοροϊδεύουν κατά πρόσωπο. Επειδή ακριβώς έχουν μια σχέση εξιδανίκευσης με τον κινηματογράφο, εξυμνούν αυτό που τους αρέσει και καταβαραθρώνουν αυτό που δεν τους κάθισε. Κανένας κριτικός (ή άνθρωπος με άποψη) δεν είναι υποχρεωμένος να ανεχθεί κάτι που του χαλάει τη μέρα. Τα «έργα» του Χριστόφορου θάβονται κριτικά επειδή αντικειμενικά αποτυγχάνουν να ενεργοποιήσουν τα κινηματογραφικά ένστικτα όσων θα προτιμούσαν να μη φάνε (και το κάνουν) για να έχουν την ευκαιρία να βλέπουν και να γράφουν σινεμά. Κάθε «κακή» ταινία και ιδίως όσες είναι «αδιάφορες» μοιάζουν στα μάτια των κριτικών ως προδοσία, την οποία πολλοί έχουν φυσικά αγαπήσει στο παρελθόν, αλλά κανείς τους προδότες. Μπορεί ο Χριστόφορος να ντύνει τα δημιουργήματά του με όμορφες εικόνες, με βιντεο-κλιπίστικο φινίρισμα στις λεπτομέρειες, με διαφημιστικό μοντάζ στις εναλλαγές των σκηνών, αλλά αυτό είναι ένα έργο που το έχουμε παρακολουθήσει τόσες φορές στη μικρή οθόνη, που κανείς δε δίνει πια δεκάρα για την «χαλαρωτική» όπως ειπώθηκε, διάθεση του. Από το μελόδραμά του λείπει κυριολεκτικά το δράμα κι απ’ τους χαρακτήρες το ανθρώπινο βάθος. Αν κανείς θέλει χαλαρωτικά σαπούνια, δε χρειάζεται τον κινηματογράφο, μπορεί και τον σουλεϊμάν, που δεν κοστίζει και τίποτα.

Διανύουμε μια εποχή επανεφεύρεσης. Όπως ο Παλαιός Ελληνικός Κινηματογράφος έπαυσε να υφίσταται μετά το 1974, καθώς δεν εξυπηρετούσε πλέον την θεματολογία και την επικαιρότητα της εποχής, έτσι και ο τηλε-κινηματογράφος των τελευταίων 20 ετών οφείλει να αλλάξει. Αν δεν μπορέσει να αντιληφθεί και να συμπεριλάβει το ΤΩΡΑ ή το αύριο, είναι καταδικασμένος να παρακμάσει και να εξαφανιστεί. Ελπίζουμε οι αρωγοί του Χριστόφορου και ο ίδιος να το συνειδητοποιήσουν γιατί κανείς εδώ δεν αμφισβητεί το ταλέντο του, αλλά μάλλον τις επιλογές του.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Damsel

Damsel

Θα το βρείτε: Netflix

Σύνοψη: Η γλυκιά κόρη ενός βασιλιά ετοιμάζεται για προξενιό με πλούσια φαμίλια για να...
1 ημέρα

BOX OFFICE

Ταινία
4ημέρο
Baghead, από την Spentzos Baghead, από την Spentzos