Ανάλυση: «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» και η κυριαρχία της τηλεόρασης
Στο MOVE IT εξετάζουμε ταινίες του πρόσφατου (ή όχι και τόσο) παρελθόντος, υπό ένα διαφορετικό οπτικό πρίσμα και αποκρυπτογραφούμε την εικονολογία του φιλμ. Ο Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Αραμπατζής, περνάει από το μικροσκόπιό του αυτή την φορά, το "Επάγγελμα ρεπόρτερ" του Μικελάντζελο Αντονιόνι και την ψυχολογική επίδραση της τηλεόρασης
ΣΧΕΤΙΚΑΑνάλυση: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ένα έργο τέχνης
Η ταινία «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» (1975) του Μικελάντζελο Αντονιόνι με τον Τζακ Νίκολσον και τη Μαρία Σνεϊντέρ (πρωταγωνίστρια της ταινίας «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι», 1972) έχει ως κέντρο της πλοκής της το επαναλαμβανόμενο στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο θέμα της κλοπής της ταυτότητας από έναν ήρωα, που προσποιείται ότι είναι κάποιος που δεν είναι (κάτι που έχουμε δει για παράδειγμα στο φιλμ «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ», 1999). Το θέμα παραπέμπει στο στοιχείο της αναγνώρισης ,που αποτελεί βασικό δραματικό εύρημα, για παράδειγμα στην Αρχαία Τραγωδία αλλά και στον Όμηρο (βλ. την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη). Στην ταινία του Αντονιόνι, ο ήρωας Ντέηβιντ Λοκ (Νίκολσον), που κάνει ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ στην υποσαχάρια Αφρική, παίρνει την ταυτότητα ενός κάποιου Ρόμπερτσον ο οποίος πεθαίνει από φυσικά αίτια στο ξενοδοχείο του, ενώ αποδίδει στον νεκρό το δικό του διαβατήριο. Ένας πιθανός λόγος για αυτή την ξαφνική επιθυμία να απαρνηθεί τον εαυτό του, ενδυόμενος έναν άλλο, και να αρχίσει μια νέα ζωή είναι ο αποτυχημένος γάμος του, πίσω στο Λονδίνο.
Όπως θα περίμενε κανείς από τον Αντονιόνι, το ζήτημα της αλλοτρίωσης θεματοποιείται και σε αυτήν εδώ την ταινία. Μια συνέντευξη με έναν Αφρικανό σαμάνο, παλαιό φοιτητή Αγγλικού Πανεπιστημίου, που στρέφει το φακό της κάμερας στον ίδιο τον Λοκ, αρνούμενος να «εξομολογηθεί» ποιος είναι ο ίδιος αλλά επιθυμώντας να μάθει ποιος είναι ο ρεπόρτερ, ίσως πυροδοτεί την αποστροφή του δημοσιογράφου προς τον εαυτό του. Στο ταξίδι και την περιπέτεια που ξεκινά με την αλλαγή της ταυτότητάς του, προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του υπαρξιακά και συναισθηματικά, θα κυνηγηθεί από τις δυνάμεις στις οποίες ήταν δεσμευμένος ο Ρόμπερτσον και θα δολοφονηθεί, όχι ως ο Ίδιος αλλά ως ο Άλλος.
Μια ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι ο Λοκ είναι δημοσιογράφος της τηλεόρασης, μάλιστα σε σχέση προς τις αναλύσεις του τηλεοπτικού μέσου από τον Γερμανό φιλόσοφο Τήοντορ Αντόρνο (1903-1969), εκπρόσωπο της λεγόμενης Σχολής της Φραγκφούρτης. Ο Αντονιόνι κάνει ρητή αναφορά στον Αντόρνο, στην αρχή της ταινίας του «Η νύχτα» (1961). Ο φιλόσοφος εστιάζει με επιμονή στην τηλεόραση ως αλλοτριωτικό μέσο επικοινωνίας στο άρθρο του «How to Look at Television» του 1954, δημοσιευμένο στα αγγλικά στο περιοδικό The Quarterly of Film, Radio, and Television (τόμ. 8/3).
Ο Αντόρνο αρχίζει την ανάλυσή του, λέγοντας ότι η τηλεόραση, κατά κάποιο τρόπο, τοποθετείται πέρα από το καλό και το κακό, την αποδοχή από το κοινό ή την απόρριψη. Κανένα ηθικό ή αισθητικό κριτήριο δεν είναι αποφασιστικό για να την αξιολογήσει κανείς. Η τηλεόραση καταδεικνύει την αποφασιστική και ισχυρότατη επικράτηση της κουλτούρας της δημοφιλίας (mass culture, popular culture) στο χώρο της έκφρασης και της τέχνης. Η αυτονόμηση της «τέχνης για την τέχνη» δεν είναι παρά η συνέπεια της υψηλής εμπορευματοποίησης της κουλτούρας της δημοφιλίας και όχι μια πρωτογενής αισθητική κίνηση. Η τηλεοπτική επικυριαρχία, εξ άλλου, παίζει ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της ψυχολογικής φυσιογνωμίας του μέσου ανθρώπου (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοιος). Αυτή η μεγάλη πλαστική δύναμη ασκεί μια αντίστοιχη ισχύ και προξενεί ανάλογο άγχος στη σύγχρονη διανόηση η οποία έχει αποκοπεί από τις αξίες της προγενέστερής της.
Η ψυχολογική επίδραση της τηλεόρασης εκδηλώνεται ιδιαίτερα στην αντικατάσταση της εσωστρέφειας που χαρακτήριζε τον παλαιό διανοούμενο με την ανάγκη για εξωστρέφεια και δράση η οποία, υποθετικά, σημαίνει την ειλικρίνεια και την αμεσότητα. Η ίδια ασυμμετρία χρωματίζει, πέρα από τη διανόηση, και την κοινή ζωή. Η τηλεόραση, επιπλέον, επιδρά σε όλα τα στρώματα του ψυχικού χώρου, τόσο του συνειδητού όσο και του ασυνείδητου. Η τηλεοπτική επιρροή, με αυτό τον τρόπο, μοιάζει να ενδύεται την ίδια τη δομή της κάλυψης / αποκάλυψης που παλαιότερα ενείχε η μεταφυσική της φύσης. Με τον όρο ασυνείδητο, ο Αντόρνο προσδιορίζει όχι το ψυχαναλυτικό ακριβώς περιεχόμενο αλλά μάλλον το κοινωνικά υπολανθάνον και υπόρρητο. Προκειμένου να τηρηθεί ο αυστηρός αυτός μηχανισμός αναπαράστασης, η τηλεόραση ενδύεται ένα σχηματικό ρεαλισμό.
Ακολουθώντας το νήμα αυτής της ανάλυσης, ο ήρωας της ταινίας του Αντονιόνι, ο Ντέηβιντ Λοκ, αναζητώντας την καθαρή από το παρελθόν ύπαρξη, τοποθετείται όχι σε σχέση με ένα αυθεντικό αίτημα αλλά, μάλλον, απέναντι στην τηλεοπτική επικυριαρχία της οποίας ο ίδιος ήταν στέλεχος αλλά δεν θέλει πια να είναι. Δεν είναι ένας υπαρκτικός πυρήνας που τον καθοδηγεί αλλά η ώθηση που ασκείται από το τηλεοπτικό σύμπαν το οποίο διαμορφώνει τον εν λόγω πυρήνα. Η ύπαρξη του Λοκ είναι οπωσδήποτε μια ηθικο-αισθητικά επίκαιρη ύπαρξη.
Γιώργος Αραμπατζής
Ο Γιώργος Αραμπατζής είναι Καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ΣΕΠ (ΕΑΠ). Ασχολείται με την εικονολογία και έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα για τον κινηματογράφο
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων