Σύνοψη: Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ο 34χρονος Ναπολέων Σουκατζίδης, Κρητικός μικρασιατικής καταγωγής, αγωνιστής του λαϊκού κινήματος και κρατούμενος σε εξορίες και φυλακές από το 1936. Την περίοδο της φυλακής του στο Χαϊδάρι, εκτελούσε χρέη διερμηνέα του Γερμανού Διοικητή του στρατοπέδου, Καρλ Φίσερ. Μπροστά από τα μάτια του περνούσε όλο το δράμα της γερμανικής αγριότητας στα Κατοχικά χρόνια, με τον ίδιο συνεχώς μάρτυρα βασανιστηρίων, τραγικών περιστατικών και βαριάς ατμόσφαιρας στους θαλάμους με το πλήθος των συγκρατούμενων του. Έξω από το στρατόπεδο, η μνηστή του Ναπολέοντα, Χαρά Λιουδάκη, με σθένος, καρτερία και βαθιά αγάπη στεκόταν δίπλα στον αρραβωνιαστικό της, έστω κι αν οι συναντήσεις τους ήταν για ελάχιστες στιγμές στα επισκεπτήρια, και πάντα υπό την επιτήρηση ενόπλων φρουρών. Η τύχη του Ναπολέοντα και άλλων 199 συγκρατούμενων του αποφασίζεται μετά την ενέδρα της ελληνικής αντίστασης στον Στρατιωτικό Διοικητή Λακωνίας, σε χαράδρα της περιοχής των Μολάων. Ο θάνατος του Διοικητή Κρες και τριών Γερμανών της συνοδείας του επιφέρει ως αντίποινα την εκτέλεση 50 Ελλήνων για κάθε ένα Γερμανό. Ο Σουκατζίδης είναι στη λίστα των 200 μελλοθάνατων. Την ημέρα της εκτέλεσης βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλλημα ζωής, όταν ο Φίσερ, που μέσα στο διάστημα της φυλάκισης του Σουκατζίδη στο Χαϊδάρι ανέπτυξε σεβασμό για τον Έλληνα διερμηνέα, του δίνει τη δυνατότητα να εξαιρεθεί βάζοντας στη θέση του ως διακοσιοστό άλλον.
Άποψη: Η εκτέλεση των 200 κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1944, η μαζικότερη που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, είναι το θέμα στο νέο φιλμ του Παντελή Βούλγαρη, ο οποίος σκηνοθετεί άλλο ένα ιστορικό δράμα με την γνωστή του συναισθηματική ματιά και την «ανάγκη» να σημειώσει και να μεταφέρει στο πανί με ακρίβεια τα γεγονότα.
Από την παραγωγή, τα σκηνικά, την μουσική επένδυση, όλα είναι ιδιαίτερα προσεγμένα και ενταγμένα στο κοινονικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής, η κάμερα του Βούλγαρη συμπεριφέρεται άλλοτε τρυφερά, άλλοτε σκληρά προς τους πρωταγωνιστές του (στιβαρός ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, δεν ξεχωρίζει κάποιος από τους υπόλοιπους).
Αρχικά το φιλμ έχει δομηθεί σαν μια μορφή ιστορικής καταγραφής, στη συνέχεια η ευγένεια πάει περίπατο και επικρατεί μια τραχύτητα και μια σχεδόν απεγνωσμένη οργή που αλλάζουν τον τόνο. Το φινάλε είναι μεν έντονα μελοδραματικό και η ανάγκη να ειπωθούν πολλές μικρές ιστορίες αφήνει αρκετές από αυτές ημιτελείς, ωστόσο πρόκειται για μια προσωπική και ειλκρινής δουλειά που καταφέρνει να αποφύγει τον διδακτισμό και να εστιάσει στο ανθρώπινο συναίσθημα. Ίσως κάπου να το παρακάνει βέβαια και επίσης ακριβώς επειδή πρόκειται για ιστορικό δράμα, απουσιάζει η οποιαδήποτε έκπληξη από το φινάλε.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων