Σύνοψη: Οι οικογένειες του Φάνη και του Παύλου δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικές.
Ο πρώτος, πρώην πασίγνωστη τηλεοπτική περσόνα και νυν πρεκάριος, έχει αποξενωθεί από την κόρη του και βλέπει τη ζωή του να παίρνει σταθερά την κάτω βόλτα. Ο δεύτερος έχει φαινομενικά την τέλεια ζωή: τεράστιο σπίτι, ακριβό αυτοκίνητο κι έναν μοναχογιό που υπεραγαπά.
Ο θάνατος του σκύλου της μίας οικογένειας θα κάνει τις τροχιές των δύο ανδρών να διασταυρωθούν, έστω και για λίγο.
Άποψη: Μεγάλου μήκους ντεμπούτο για τον Χάρη Βαφειάδη, ο οποίος μέσα σε μιάμιση περίπου ώρα καταπιάνεται γενναία με αρκετές και «δύσκολες» θεματικές: κοινωνικοοικονομικός σχολιασμός της ζοφερής ελληνικής πραγματικότητας, η (αυτο)εξαπάτηση ως μηχανισμός επιβίωσης και η χειριστικότητα ως όχημα προς μια επίφαση «καλής ζωής».
Η τελευταία μπορεί να σημασιοδοτείται διαφορετικά από τον καθένα, ωστόσο οι μηχανισμοί του ψέματος και της αυταπάτης που επιστρατεύουν οι άνθρωποι για να την κατακτήσουν, καταπώς φαίνεται διαπερνούν οριζόντια ολόκληρο το ταξικό φάσμα.
Αυτό τουλάχιστον δείχνει να θέλει να μας πει ο σκηνοθέτης, ο οποίος το μόνο σίγουρο είναι πως ξέρει πολύ καλά να διαλέγει συνεργάτες: οι ερμηνείες των Τοκάκη και Συριόπουλου κρατάνε στιβαρά το βάρος όλης της ταινίας, ενώ τα «παράλληλα σύμπαντα» στα οποία κινούνται οι δυο τους «ζωντανεύουν» μέσα από μια σκηνογραφική, φωτογραφική αλλά και μουσική δουλειά υψηλού επιπέδου (τα credits σε Αντώνη Ζκέρη και Ted Regklis αντίστοιχα).
«Τα μικρά πράγματα που πήγαν λάθος», λοιπόν, είναι φιλόδοξα και φροντισμένα με μεράκι, αν και μάλλον άτολμα αφηγηματικά. Πιθανότατα λόγω της απειρίας του δημιουργού τους, το πρόβλημα του φιλμ είναι πως, ενώ ακουμπά ενδιαφέρουσες ιδέες, παρουσιάζει αμηχανία στην αξιοποίησή τους προς μια σαφή δραματουργική κατεύθυνση.
Ο Μιχάλης Συριόπουλος, για παράδειγμα, ερμηνεύει το χαρακτήρα του Παύλου με πολύ ενδιαφέρον «θριλερικό» potential και ρωγμές ικανές να προσδώσουν ένα πιο σκοτεινό twist στη δραματική κωμωδία που παρακολουθούμε, στοιχεία που δυστυχώς μένουν τελικά μάλλον ανεκμετάλλευτα.
Αντίστοιχα, η ιστορία του Φάνη του Θάνου Τοκάκη μένει παρόμοια μετέωρη, με τον σκηνοθέτη να μην επιλέγει ούτε μια ξεκάθαρη αφηγηματική κατακλείδα αλλά ούτε ακριβώς και κάποιο αμφίσημο, ανοιχτό φινάλε από εκείνα που καλούν το θεατή να συνθέσει τα κομμάτια.
Έτσι, μιλάμε για ένα οπωσδήποτε θετικό ντεμπούτο, από το οποίο όμως λείπει η αφηγηματική αποφασιστικότητα που θα το έκανε αξιοσημείωτο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων