Σύνοψη: Η Mary Poppins επιστρέφει 20 χρόνια μετά τα γεγονότα της πρώτης ταινίας, και βρίσκει τα παιδάκια, τον Michael και την Jane, να έχουν μεγαλώσει, με τον Michael να έχει κάνει τα δικά του παιδιά, ενώ η αδερφή του ζει μόνη της και τον βοηθάει, καθώς εκείνος έχει χάσει την γυναίκα του. Η άλλοτε νταντά τους θα εμφανιστεί ως μάννα εξ ουρανού (στην κυριολεξία) και θα τους βοηθήσει στο μεγάλωμα των παιδιών, αλλά και στον να μην χάσουν το σπίτι τους που θέλει να το πάρει η τράπεζα στην οποία δουλεύει ο Michael.
Άποψη: Η αγαπημένη νταντά του σινεμά, με την μαγική της ομπρέλα επιστρέφει 54 χρόνια μετά την ταινία με την εξαιρετική Julie Andrews, μια ταινία που άφησε το στίγμα της στο είδος των μιούζικαλ αποσπώντας 5 Όσκαρ. Αφηγηματικά η χρονολογικά διαφορά ανάμεσα στις δύο ταινίες είναι 20 χρόνια, με την πρώτη να διαδραματίζεται το 1910 και την δεύτερη το 1930, έχοντας μόλις προηγηθεί το οικονομικό κραχ. Και αν στο άκουσμα ενός σίκουελ της Mary Poppins, πολλοί απόρησαν γιατί να γίνει και ακόμα και αν μετά το τέλος της ταινίας πολλοί εξακολουθήσουν να έχουν την ίδια απορία, μιας και δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα, σε σημείο που το λες και ελεύθερο remake, ωστόσο κρίνοντάς το αυτόνομα δεν μπορείς παρά να αφεθείς στον φαντασμαγορικό και συγκλονιστικά χορογραφημένο κόσμο του Rob Marshall, καθώς πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα μιούζικαλ που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και πράγματι, όπως σε πολλές λίστες μπήκε, είναι μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Μπορεί η έννοια της πρωτοτυπίας να απουσιάζει ως ένα βαθμό, με όλη την ταινία να αποπνέει την ίδια αύρα, και πολλές σκηνές να είναι πανομοιότυπες. Μπορεί οι όροι νέα ταινία, σίκουελ και remake να μπλέκονται μεταξύ τους, αφού είναι μεν συνέχεια της ταινίας του 1964, με τα παιδιά να έχουν πλέον μεγαλώσει, στέκεται όμως ως ανεξάρτητη ταινία, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δει την παλιά, αλλά είναι και remake λόγω της ίδιας αφηγηματικής γραμμής, εντούτοις ο Marshall είναι μέγας μαέστρος του είδους, τόσο στον κινηματογράφο («Chicago», «Nine», «Into the Woods»), όσο και στο θέατρο, που θαυμάζεις την σκηνοθετική του δεξιοτεχνία στο στήσιμο των σκηνών, παραδίδοντας την καλύτερη ταινία του μετά το «Chicago».
Τα νέα τραγούδια των Marc Shaiman και Scott Wittman («Hairspray») αποπνέουν κάτι νέο, και κάτι νοσταλγικό, ταιριάζοντας απόλυτα στην μεσοπολεμική Αγγλία, όπως φοβερή δουλειά έχει γίνει με τα κοστούμια και τις χορογραφίες και στην γεμάτη παστέλ χρώματα φωτογραφία, όλες πιθανές υποψηφιότητες στα προσεχή Όσκαρ (μετά τις 4 υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες). Η Emily Blunt, αν και είναι φανερή η προσπάθειά της να κοπιάρει τον τρόπο παιξίματος της Julie Andrews, κατορθώνει να είναι απίστευτα καλή στον ρόλο της, τουλάχιστον όπως μας τον έμαθε η Andrews, αφού δεν προτείνει άλλη ερμηνευτική μέθοδο. Όλο το καστ της ταινίας είναι εξαιρετικό, από τον Ben Whishaw και την Emiy Mortimer, αλλά και τον Lin-Manuel Miranda, έως τις μικρές εμφανίσεις της συγκλονιστικής Meryl Streep, σε ένα μουσικοχορευτικό μάθημα υποκριτικής και σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της των τελευταίων χρόνων, αν και εμφανίζεται λίγο, για την ακρίβεια λίγο περισσότερο από το δεύτερο Mamma Mia, με την Andrews να μην εμφανίζεται αν και της ζητήθηκε. Ένα απόλυτα επιτυχημένο, αν και αρκετά παρόμοιο, μαγευτικό μιούζικαλ, που ιδίως μες στις γιορτές είναι μία άχαστη εμπειρία.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων