To 1985, ο Άντριου Κάρτερ Θόρντον ο Β’, ένας αλεξιπτωτιστής που έγινε εκπαιδευτής αλόγων, μετά πράκτορας της δίωξης ναρκωτικών – μετά δικηγόρος και τέλος έμπορος κοκαΐνης, έκανε μια σειρά από τολμηρές επιλογές . Με παρατσούκλι “Ο καουμπόι της κοκαΐνης”, ο Θόρντον είχε βρει έναν πολύ καλό τρόπο να περνάει λαθραία κοκαΐνη με το αεροπλάνο του στην χώρα από τα νότια σύνορα και να πετάει το παράνομο φορτίο σε έρημες τοποθεσίες για να το μαζέψουν αργότερα οι συνεργάτες του.
Εκείνο το πρωινό πετούσε με 400 κιλά Κολομβιανής σκόνης με προορισμό το Νόξβιλ του Τενεσί. Ο Θόρντον ήταν πεπεισμένος ότι τον ακολουθούσαν ομοσπονδιακοί πράκτορες κι έτσι αποφάσισε να πετάξει τρεις σάκους με κοκαΐνη από το αεροπλάνο και θα προσγειώνονταν άθικτοι στον εθνικό δρυμό Τσαταχούτσι στην νότια Τζόρτζια. Τέσσερις μήνες αργότερα, ανακαλύφθηκε ότι μια μαύρη αρκούδα, περίπου 80 κιλών, τριγύριζε στις ερημιές του Τσαταχούτσι κοντά στο Blood Mountain, όταν βρήκε έναν από τους σάκους που είχε πετάξει ο Θόρντον, τον μύρισε και αποφάσισε να φάει το περιεχόμενό του.
Και τσίτωσε.
Εμπνευσμένη από την αληθινή ιστορία της πτώσης ενός αεροπλάνου που μετέφερε ναρκωτικά το 1985, την χαμένη κοκαΐνη και την μαύρη αρκούδα που την έφαγε, αυτή η άγρια μαύρη κωμωδία βρίσκει μια ιδιόρρυθμη ομάδα αστυνομικών, εγκληματιών, τουριστών και εφήβων μαζεμένους σε ένα δάσος στην Τζόρτζια, όπου ένα θηρίο 500 κιλών κατάπιε μια τεράστια ποσότητα κοκαΐνης και βγήκε στο κυνήγι για περισσότερη κοκαΐνη …και αίμα.
Θα μπορούσε να γίνει τελείως κάφρικη μπιμουβιά, η Ελίζαμπεθ Μπανκς αν και το προσπάθησε με ορισμένες σκηνές φτιαγμένες ειδικά για την γαλαρία των multiplex, τελικά δεν δείχνει να το έχει και θα αρκεστούμε σε καλογυαλισμένη κωμωδία, με μεγάλες στιγμές, αλλά συνολικά δεν θα μείνει στην ιστορία ως cult classic που από το γαμάτο θέμα της (και σε συνδυασμό πως είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία...) θα της αξιζε της ταινίας και με το παραπάνω.
To χιούμορ είναι τις περισσότερες φορές αρκετά άτσαλα χοντροκομμένο (που για αυτό που θέλησε να κάνει η Μπανκς ήταν βασικός παράγοντας επιτυχίας), οι υπερβολικά πολλές μικρές ιστορίες/υποπλοκές αποπροσανατολίζουν την κατεύθυνση του φιλμ και αποσυναρμολογούν την ροή του, η ανασύσταση των 80s είναι αρκετά ταιριαστή, αλλά είναι η αναρχία της κεντρικής ιδέας που σε κρατάει και ορισμένες σκηνές όπως προείπαμε που γαμούν.
Και περισσότερο από όλες η ξεκαρδιστική σκηνή με το ασθενοφόρο που ακούγεται το "I just can't get enough" των Depeche Mode! Mε τον David Gahan και τον Martin L. Gore να ξεκαρδίζονται και να παραδέχονται ότι θέλουν να δουν την ταινία. Ακριβώς από κάτω μπορείτε να δείτε και το σχετικό clip:
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων