Ο Παναγιωτόπουλος σκηνοθετεί ανάγλυφα την πιο αμφίσημη πρωτεύουσα της Ευρώπης. Την πόλη της ασχήμιας, με τους ζουμερούς, όμορφους, νοσταλγικούς καρπούς τους, δηλαδή.
Με μια ιδιαίτερη τρυφερότητα, χωρίς να είναι η ματιά του διεισδυτική ούτε βέβαια και επιδερμική, αλλά ακροβατώντας κάπου στο μεταίχμιο, με μια κατά βάση ελαφρότητα του αβάσταχτου, ίσως και με μια πικρή ειρωνεία, σατιρίζοντας επίσης άπαντα όμορφα και μη, η σκηνοθεσία του Παναγιωτόπουλου είναι feelgood. Αυτή η λέξη, θαρρώ, πως κλείνει στην ταινία όλη την ουσία του αρτιστίκ μυθιστορήματος του Σωτήρη Δημητρίου, στο οποίο και βασίστηκε ο σκηνοθέτης.
Εδώ, δεν τίθεται θέμα σύγκρισης βιβλίου-ταινίας. Είναι μια πράξη άστοχη, καθώς διαχώρισαν εξ αρχής τις θέσεις τους και παίζουνε αυτόνομα στην αρένα της τέχνης. Στην ταινία του αυτή ο Παναγιωτόπουλος, ξεφεύγει από τα μπανάλ στεγανά των δυο προηγούμενων ταινιών της άτυπης τριλογίας του για την Αθήνα, και γλυκαίνει την ατμόσφαιρα με τους ευφάνταστους περιπάτους του Νίκου Κουρή, ο οποίος μεταμορφώνεται σε έναν ιδιοφυή τσαρλατάνο.
Σε αντίθεση με την αρτηριοσκληρωτική ερμηνεία του Λευτέρη Βογιατζή, και συνάμα την άχαρη εμφάνιση της Αλεξίας Καλτσίκη δίπλα του, ένα κοντράστ που είναι δεν είναι επί τούτου μπορεί να της βγει και σε καλό της ταινίας.
Εν ολίγοις και για να μη μακρηγορώ, τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» είναι το πραγματικό comeback του Παναγιωτόπουλου στο σινεμά που τον ανέδειξε τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, και που θα χαρίσει στα σίγουρα χαμόγελα στο πιστό κοινό του.
Νέστορας Πουλάκος
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων