Γιώργος Σερβετάς: "Το θέμα είναι ο φασισμός να μη βρίσκει κοινωνική απήχηση"

Δημοσίευση: 18 Φεβ. 2014, 08:29

Στην Ειρήνη Κατσαρά

Μετά από το κινηματογραφικό του ντεμπούτο σε ταινία μεγάλου μήκους το 2008 με τις «Αιτίες των πραγμάτων», ο Γιώργος Σερβετάς πήρε φόρα με τη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα μεγάλου μήκους με τίτλο «Να κάθεσαι και να κοιτάς», παρουσιάζοντάς την ήδη στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στα φεστιβάλ του Τορόντο και στο Βερολίνο. Στο πλαίσιο της Μπερλινάλε, μάλιστα, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε από κοντά τόσο με τον ίδιο το σκηνοθέτη, όσο και με την εξαιρετική πρωταγωνίστρια της ταινίας Μαρίνα Συμεού.

Κατ'αρχήν θα ήθελα να μου περιγράψετε τις αντιδράσεις του κοινού μετά την προβολή της ταινίας σας εδώ στο Βερολίνο.

Μαρίνα Συμεού: Καλό χειροκρότημα, ζεστό, ωραίο, διαρκείας (γέλια)...Για μένα, τουλάχιστον, που δουλεύω στο θέατρο μετράει πάντοτε το χειροκρότημα. Από κει και πέρα, δεν έκαναν αρκετές ερωτήσεις, σε σύγκριση με το Ελληνικό κοινό και αυτό του Τορόντο.

Γιώργος Σερβετάς: Το Q&A ήταν όντως πιο σύντομο σε σχέση με εκείνο του Τορόντο. Ήταν η μέρα που έφτασα, δεν πήγα σε καμία άλλη ταινία ώστε να έχω κάποιο μέτρο σύγκρισης, ωστόσο μου άρεσε το όλο πράγμα. Όλα ήταν μια χαρά. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι εκείνη η μέρα ήταν πολύ ζόρι γιατί φτάσαμε Βερολίνο και έπρεπε να τα προλάβουμε όλα.

Πως προέκυψε το Τορόντο αρχικά για έρθει στη συνέχεια και το Βερολίνο;

Γιώργος Σερβετάς: Για να είμαι ειλικρινής δεν ασχολήθηκα ποτέ με αυτό και ούτε είχα φανταστεί ότι θα κάνω. Είναι μια δουλειά που την ανέλαβε η παραγωγή, η ταινία επιλέχθηκε από το φεστιβάλ, υποθέτω τους άρεσε και προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα εκεί. Μου άρεσε πολύ η άμεση επαφή με το κοινό, δεν είχε προβληθεί καν στην Ελλάδα ακόμα και αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι οι αντιδράσεις και οι ερωτήσεις είναι λίγο πολύ παρόμοιες σε κάθε χώρα και φεστιβάλ.

Τι υποστήριξη είχατε από την πολιτεία, όπως για παράδειγμα από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου;

Γιώργος Σερβετάς: Είναι ένα θέμα με το οποίο έχει ασχοληθεί η παραγωγή, αλλά για τα φεστιβάλ του Βερολίνου και του Τορόντο υπήρχε σίγουρα υποστήριξη. Για τη διαδικασία των γυρισμάτων δεν υπήρξε υποστήριξη, η υποστήριξη που είχαμε ήταν η ΕΡΤ και μας... άφησε στα μισά, αφού έκλεισε εκείνη την περίοδο.

Είχες πάει ξανά σε φεστιβάλ ή ήταν η πρώτη σου εμπειρία;

Μαρίνα Συμεού: Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία και είναι πολύ ωραίο και ευχάριστο. Απλώς με το ξένο κοινό είμαστε πολύ πιο χαλαροί. Εγώ είχα πολύ περισσότερη αγωνία για την αντίδραση του ελληνικού κοινού. Και έπειτα, βλέπεις ότι είναι τόσες πολλές οι ταινίες στα φεστιβάλ, άπειρες, που, λίγο το προσωπικό θέμα του να αρέσω και να είμαι πολύ καλός παραμερίζεται, βγαίνεις κάπως από αυτή τη διαδικασία.. Χαλαρώνεις και το διασκεδάζεις.

Το 'να κάθεσαι και να κοιτάς' μπορεί να θεωρηθεί ως 'παραβολή'; Ήθελες δηλαδή να δώσεις περισσότερη έμφαση στο σημειολογικό μέρος παρά στην ιστορία καθαυτή;

Γιώργος Σερβετάς: Πριν κάποια χρόνια με ενδιέφεραν μόνο λιτές ιστορίες. Υπήρχε μια πιο ήρεμη και σταθερή κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και οι ιστορίες που είχα ανάγκη περιστρέφονταν γύρω από τον κόσμο που ξέρω, στην Αθήνα, στη διπλανή πολυκατοικία, πράγματα οικεία, γνωστά και 'πεσμένα' όσον αφορά στην πλοκή τους. Μια πλοκή προσχηματική σε κάποιον βαθμό και σενάριο που το βάρος της ιστορίας έπεφτε αλλού, αλλά στον άνθρωπο, στο χαρακτήρα. Η φόρμα που με ενδιέφερε τον καιρό που έγραφα ήταν τα γουέστερν, τα οποία θεωρώ ως την τελευταία επική φόρμα. Στα γουέστερν υπάρχει πάντα μια κοινωνία συγκροτημένη από 5-10 ανθρώπους σε μια πυραμίδα μπλεγμένης εξουσίας και ο ξένος που 'σκάει' και αναδιαμορφώνει τις σχέσεις-ξυπνά κάποιες λανθάνουσες δυνάμεις.

Μιλώντας για γουέστερν, ποιο είναι το αγαπημένο σου;

Γιώργος Σερβετάς: Περισσότερο μου αρέσουν αυτά του Σέρτζιο Λεονε, νομίζω. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλα, όπως και ένα αριστούργημα, μικρό, του John Sturges, το "Άσχημη μέρα στο μαύρο βράχο', διάρκειας 74'.

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας αποτελείται από εξωτερικά γυρίσματα, τα οποία κοστίζουν σε χρόνο και χρήμα. Δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας, σκέφτηκες ποτέ να 'κόψεις', να θυσιάσεις, να μοιράσεις τα γυρίσματα για να μειώσεις αυτό το κόστος;

Γιώργος Σερβετάς: Στην ταινία υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ των κοινωνικών σχέσεων και του τοπίου. Το ένα διαμορφώνει το άλλο. Ήταν απαραίτητο λοιπόν. Γιατί το τοπίο ήταν στοιχείο της δραματουργίας. Δεν ήταν ντεκόρ, ώστε να μπορώ να 'κόψω' κόστος.

Πώς κατάφερες να κάνεις το στόρυ της 30άρας άνεργης Αθηναίας που επιστρέφει πίσω στη γενέτειρά της για να ανακαλύψει ότι η κοινωνία έχει γυρίσει πίσω και το μέρος δε τη χωράει να ενδιαφέρει ένα μεγαλύτερο κοινό από το εγχώριο, αυτά δηλαδή του Βερολίνου και του Τορόντο;

Γιώργος Σερβετάς: Θεωρώ ότι η επαρχία είναι κάτι το εξαιρετικά αναγνωρίσιμο, είτε στην Ελλάδα είτε οπουδήποτε. Η ευκαιρία που σου δίνει δραματουργικά είναι να έχεις ένα περιβάλλον που αποτελείται από 5,7 ή 10 διαφορετικούς ανθρώπους και τη σταθερή επαφή μεταξύ αυτών, που στην Αθήνα θα χάνονταν ή δε θα είχαν λόγο να έρθουν σε επαφή. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ένα μέρος που να μπορώ να συγκεντρώσω αυτούς τους ανθρώπους. Άρα δραματουργικά η επαρχία είναι ένα εργαλείο. Είχα γράψει κάποια στιγμή ότι στο τοπίο της επαρχίας δεν υπάρχει η αισθητική σεμνοτυφία της Αθήνας. Είναι ταυτόχρονα ο τόπος που βγαίνουν τα λεφτά και ο τόπος που καταναλώνονται, ενώ στις μεγαλουπόλεις αυτό είναι διαχωρισμένο: έχεις μεγάλες ζώνες κατανάλωσης και διασκορπισμένες ζώνες παραγωγής που δεν τις παίρνει το μάτι σου. Επιπλέον, η επαρχία μου προσφέρει το πολύ ορατό και προφανές πλέγμα εξουσίας, που στην Αθήνα είναι κρυμμένο. Άρα με ενδιαφέρει ως μια εικόνα, μια μεγέθυνση της κοινωνίας γενικότερα, ενώ θεωρώ επίσης ότι το νέο πεδίο κερδοφορίας και πλιάτσικου είναι η επαρχία.

Ως Αντιγόνη επέλεξες να μην 'κάθεσαι και να κοιτάς'. Στην πραγματική ζωή σου συνέβη ποτέ να βρεθείς μπροστά σε περιστατικό βίας; Και αν ναι ποια ήταν η αντίδρασή σου;

Μαρίνα Συμεού: Σίγουρα δεν μου έχει συμβεί κάτι ακραίο, όπως στην ηρωίδα της ταινίας την Αντιγόνη. Ξέρω ότι το να συμβεί και να μην αντιδράσω, να μη μιλήσω, με γεμίζει μετά με αφάνταστο θυμό για τον εαυτό μου. Ξέρω ότι πρέπει να μιλήσω, αλλιώς θα πάω σπίτι μου και θα το κουβαλάω, ότι είδα και δεν είπα κάτι. Τώρα σε σχέση με την Αντιγόνη, εκείνη δρά πολύ περισσότερο ατομικά. Εμένα με ενδιαφέρει να υπάρχει και άλλος κόσμος γύρω μου να αντιδρά μαζί μου.

Εξέλαβα την ταινία σου ως ένα πολιτικό σχόλιο. Πώς γίνεται σε μια χώρα το σινεμά να ξεφεύγει από 'παρωπίδες' απευθυνόμενο σε διεθνές κοινό και ταυτόχρονα η κοινωνία να κάνει πισωγύρισμα;

Γιώργος Σερβετάς: Γυρνάει όντως πίσω; Σε επίπεδο κυβέρνησης, σαφώς έχουμε μια ακροδεξιά συμμορία για κυβέρνηση. Σε επίπεδο κοινωνίας δε νομίζω ότι βρισκόμαστε πιο πίσω από εκεί που ήμασταν πριν 10 ή 20 χρόνια. Αντίθετα θεωρώ ότι πλέον εκφράζεται με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ένα κομμάτι που αμφισβητεί, και που ήταν περιθωριοποιημένο στο παρελθόν. Από κει και πέρα, μέσα στην θαλπωρή των μεσαίων στρωμάτων του'90 και του 2000 είχαν αναπτυχθεί χαρακτηριστικά που ήταν φασιστικά, ασχέτως εάν αυτά δεν έβρισκαν πολιτική έκφραση. Στο ότι τη βρήκαν συνετέλεσε το ότι έχασαν κάθε αξιοπιστία προς τις δεξιές πολιτικές δυνάμεις. Και τώρα είναι ξαμολυμένα και ζητούν τη δική τους φωνή. Όταν έγραφα το σενάριο αλλά και όταν γυρίστηκε η ταινία, αυτό το πράγμα υπήρχε σαν κοινωνικό φαινόμενο, δεν είχε βρει κομματική έκφραση, αλλά υπήρχε μια χαρά μέσα στους μηχανισμούς εξουσίας. Δεν έπεσε από τον ουρανό. Και ως τέτοιο φαινόμενο είναι ανησυχητικός ο φασισμός. Το θέμα δεν είναι να μη βρίσκει μόνο πολιτική έκφραση, αλλά να μην βρίσκει κοινωνική απήχηση μέσα στα στρώματα που τον θρέφουν.

 



 

Giorgos Servetas: ‘What matters is fascism not to find social impact’

Following  his feature film directorial debut in with "Causes of Things" on 2008, Giorgos Servetas made his second directorial attempt feature titled "Sitting aside, watching" which has  already been presented inThessaloniki, as well as   Toronto and Berlin international film festivals. During Berlinale, we had the opportunity to discuss with both by the director himself, as well as  his movie heroine,  Marina Simeou.

Both said that they had a great experience presenting the movie to the foreign audiences of Toronto and Berlin, while the ‘province’ as a dramaturgical tool  is extremely recognizable all over the world.

Servetas discussed about his  influence and attachment with the western film form, as well as about the political ‘context’ of his movie, about the rise of the extreme right phenomenon and fascism and the need to take some safeguards in the society towards them.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

BOX OFFICE

Ταινία
4ημέρο
Tanweer
8848
Tanweer
7278
Tanweer
5733
Tanweer
5733
breathe, από την Spentzos breathe, από την Spentzos