Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τζ. Ντ. Βανς, ενός άντρα με καταγωγή από τα Απαλάχια, γιου μιας εθισμένης στα ναρκωτικά μητέρας, ο οποίος κατάφερε να σπουδάσει, να υπηρετήσει στους πεζοναύτες και τελικά να φτάσει ως το Γέιλ, εκδόθηκε το 2016 και η ταινία του Ρον Χάουαρντ βασίζεται σε αυτό.
Είναι μια παράξενη και σίγουρα μοναδική χρονιά φέτος αναφορικά με τις γενικότερες βραβεύσεις και εν τέλει τα Όσκαρ, καθώς με τις αίθουσες κλειστές για αρκετούς μήνες λόγω κορονοϊού, οι streaming πάροχοι έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο από την δεξαμενή επιλογής ταινιών ως οι καλύτερες της σεζόν.
Το Νetflix το έχει συνειδητοποιήσει έγκαιρα πως φέτος παρουσιάζεται μια σπάνια ευκαιρία οι ταινέις του να παίξουν δυνατά στις βραβεύσεις και το Hillibilly Elegy αποτελεί μια δημιουργία προς αυτή την κατεύθυνση: ίσως ο καλύτερος σκηνοθέτης/παραγγελιοδόχος του Hollywood αυτή την στιγμή (Ρον Χάουαρντ), δύο σπουδαίες ηθοποιοί (Έιμι Άνταμς, Γκλεν Κλόουζ) σε ρόλους που τις τσαλακώνουν, ένα σενάριο τίγκα στο μελόδραμα, σίγουρη συνταγή.
Δυστυχώς όμως, το μίγμα δεν έδεσε, η ταινία δεν πετυχαίνει τους σκοπούς της. Ή μάλλον ευτυχώς, διότι πρόκειται για μια -επιεικώς- μέτρια δημιουργία, εντελώς καταχρηστική ως προς το συναίσθημα, οριακά εκνευριστική.
Ο Ρον Χάουαρντ δεν είναι ένας κακός σκηνοθέτης, 40 χρόνια κάνει ταινίες ο άνθρωπος (αν και μόλις 66 ετών), έχει καταγράψει μεγάλα σουξέ, έχει διεκδικήσει και πάρει Όσκαρ, είναι ένας ικανότατος μέινστριμ δημιουργός. Είναι όμως και τρομερά υπερεκτιμημένος, με τις εξαιρέσεις των Rush & Frost/Nixon.
Εδώ εστιάζει μανιωδώς (αυτός και η σεναριογράφος) στο μελόδραμα της αληθινής ιστορίας του, φορτώνει την ταινία του με όλα τα κλισέ που μπορεί να φανταστεί κανείς και αφήνει ουσιαστικά τις δύο πρωταγωνίστριές του να εκτεθούν από το κακογραμμένο και εκβιαστικό συναισθηματικά σενάριο και να καταφύγουν σε ερμηνευτικές μανιέρες (που σίγουρα διαθέτουν αμφότερες, διότι είναι επαναλαμβάνω έμπειρες και πολύ καλές). Αποτέλεσμα: να φλερτάρουν αρκετές φορές με την γραφικότητα (ιδιαίτερα η over the top) Έιμι Άνταμς και να το σώζουν τελικά εξ’αιτίας της κλάσης τους και μόνο.
Για να καταφέρεις να αφηγηθείς την ανθρώπινη δυστυχία και τον πόνο και να την μεταμορφώσεις σε μια κινηματογραφική δημιουργία που θα προβληματίσει, στενοχωρήσει, αλλά εν τέλει θα ψυχαγωγήσει και θα σε κάνει να ταυτιστείς με τους ήρωές της, απαιτείται ταλέντο και όχι ικανότητα στην διεκπεραίωση. Ο Χάουαρντ διαθέτει άφθονο από το δεύτερο, αλλά συγκριτικά ελάχιστο από το πρώτο.
Ποντάρει ψυχρά και υπολογιστικά στην εύκολη συγκίνηση, το φιλμ πομπώδες, φωνακλάδικο προς την υπεράσπιση του αμερικανικού ονείρου, παλιομοδίτικα άστοχο.
Είναι σίγουρο πάντως ότι αρκετοί θα συγκινηθούν και πιθανό κάποια από τις δύο πρωταγωνίστριες να προταθεί για Όσκαρ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων