Η Beatriz εργάζεται ως μασέζ και εναλλακτική θεραπεύτρια εντός και εκτός ενός θεραπευτικού κέντρου για άτομα με καρκίνο. Όταν, εν μέσω μιας κατ’ οίκον επίσκεψης, χαλά το αμάξι της, καλείται σε ένα δείπνο στο οποίο οι καλεσμένοι, περισσότερο απ’ το να δοκιμάζουν, δοκιμάζονται.
Το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για την σύγχρονη και ολότελα διχασμένη πολιτικά Αμερική έχει ενταθεί συστηματικά μετά την εκλογή του προέδρου Trump. Κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές έχουν θίξει με λιγότερο ή περισσότερο έντονους τρόπους την πολιτική συγκυρία που συνιστά ένα καζάνι που κοχλάζει, επιλέγοντας κάθε φορά μια ορισμένη θεματική εκκίνησης. Στην προκειμένη, αυτή ονομάζεται ταξική διαφορά, και φυσικά δεν περιορίζεται στους οικονομικούς όρους.
Η Beatriz (Salma Hayek) είναι μια Μεξικανή μετανάστης, που εισήλθε στις ΗΠΑ παράνομα και βέβαια με μεγάλο προσωπικό και ψυχικό κόστος. Ζει παρέα με τα σκυλιά και την κατσικούλα της, διατηρεί μεγάλες ευαισθησίες και μια στέρεη ψυχική και σωματική σύνδεση με την φύση και τα περιεχόμενά της. Κυρίως, είναι ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στο να προσφέρει τη βοήθεια και την γνώση της όπου και όπως μπορεί, ένας άνθρωπος για τον οποίο η θεραπεία ως λειτούργημα βαραίνει σημαντικά. Καλείται τυχαία στο δείπνο της πλούσιας πελάτισσάς της Cathy (Connie Britton), στο οποίο παρευρίσκονται φυσικά άνθρωποι του χρήματος και σημαίνοντες θιασώτες του καπιταλιστικού ιδεώδους, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται ο μεγιστάνας Doug Strutt (ο πάντα συνεπής John Lithgow).
Η συνάντηση αυτών των δύο αποτελεί τον πυρήνα πάνω στον οποίο οικοδομείται η προφανής και τετριμμένη σε σημεία ανάδειξη των διαφορών μεταξύ ενός κοινωνικά προσανατολισμένου και περισσότερου ανθρωπολογικού τρόπου σκέψης και ύπαρξης και ενός ξεκάθαρα χρηματοκεντρικού και εργαλειακού. Ενός ανθρώπου που φρίττει μπροστά στην εικόνα του κυνηγιού και της δολοφονίας ενός άγριου ζώου στην Αφρική, και ενός που καυχιέται ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή και έξαψη απ’ αυτή που σου χαρίζει μια τέτοια συνθήκη. Και βέβαια αυτό επεκτείνεται σε ένα ευρύτερο σχόλιο επάνω στην Αμερικανική ή και γενικότερα την δυτική κοινωνία του σήμερα, στην οποία η ταξικότητα και το εκτενές δυο μέτρα-δυο σταθμά κάνουν πάρτυ. Ως εδώ καλά.
Το κύριο πρόβλημα της συγκεκριμένης προσπάθειας είναι πως επιχειρώντας να λειτουργήσει ταυτόχρονα ως κοινωνικό σχόλιο και ως σπουδή επάνω στον χαρακτήρα της Beatriz, χάνει λίγο και από τα δύο, καταλήγοντας σε ένα άβολο και αρκετά αψυχολόγητο αποτέλεσμα. Κατανοούμε κάποιες πλευρές του, και φυσικά υπάρχουν άξια προβληματισμού και σκέψης σημεία, όμως πολλές από τις σκηνοθετικές επιλογές μένουν αστήριχτες, χωρίς να καταφέρουν τελικά να μας χαρίσουν έναν απαρτιωμένο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Εν γένει οι χαρακτήρες φλερτάρουν με την καρικατούρα και τα σαφώς εδραιωμένα στερεότυπα, ενώ σεναριακά η περίπτυξη με την αδικία και την τιμωρία της μένει στον αέρα, πριν καταλήξει στον συμβιβασμό με την απελπισία. Το συνεχές μπρος πίσω σε ό,τι αφορά τη σύγκρουση των διαφορετικών κόσμων και οι πολλαπλές θεματικές, οι οποίες μοιάζουν συχνά να υπάρχουν απλά για να υπάρχουν, προσδίδουν στο “Beatriz at dinner” μια ασάφεια, σαν να κάνει τις ερωτήσεις αλλά να μην έχει τις απαντήσεις.
Παρά την πάντα ικανοποιητική και εδώ ιδιαίτερα απλή αλλά όχι απλοϊκή, ερμηνεία της Salma Hayek (αλλά και των υπολοίπων πρωταγωνιστών) και μια σύγχρονη αλλά και κλασική ταυτόχρονα ιδέα, η ταινία των Miguel Arteta και Mike White (που έχουν συνεργαστεί ως δίδυμο στα “Chuck & Buck”, "The good girl" και έχει δουλέψει ο καθένας αρκετά και σε τηλεοπτικές παραγωγές) δεν καταφέρνει να φτάσει εκεί που μπορεί. Πλησιάζει, όμως όχι αρκετά.
Aνδρομάχη Σδούκου
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων