Σύνοψη: Ο Cassius Green είναι ένας Αφροαμερικανός που ζει στο Oakland, στο γκαράζ του θείου του, μαζί με την κοπέλα του, την Detroit. Στην προσπάθειά του να βρει μία δουλειά, προσλαμβάνεται από μία εταιρεία τηλεμάρκετινγκ. Ενώ αρχικά όλοι του κλείνουν το τηλέφωνο, ο συνάδελφός του ο Langston, θα τον συμβουλέψει να μιλάει με την λευκή φωνή που κρύβει μέσα του. Όταν υιοθετήσει την λευκή φωνή, αυτομάτως θα αρχίσει να έχει πολύ μεγάλη επιτυχία ως πωλητής. Τότε θα μπει στο κύκλο των Power Callers, των πιο επιτυχημένων πωλητών, με τα πράγματα να ξεφεύγουν από κάθε φαντασία στο τι επιδιώκουν να κάνουν.
Άποψη: Ο ράπερ Boots Riley αποφάσισε να ασχοληθεί και με τον κινηματογράφο, αναλαμβάνοντας την σκηνοθεσία και το σενάριο για το «Get Out» της φετινής χρονιάς, όπως θεωρήθηκε. Αν και έκανε την πρεμιέρα του στο Sundance, λαμβάνοντας καλές κριτικές, στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα προγραμματιστεί να βγει στα σινεμά. Η ταινία πάντως δεν μπορεί να συγκριθεί με το Get Out, παρά μόνο στο ότι θέλει να θίξει ζητήματα, όπως ο ρατσισμός, όχι μέσα από το δράμα, αλλά μέσα από τον τρόμο ο Jordan Peele, ή μέσα από μία σουρεαλιστική κωμωδία ο Riley, αλλά και στο ότι και στις δύο ταινίες παίζει ο Lakeith Stanfield, εδώ ως ο πρωταγωνιστής. Κατά τα άλλα αυτό που βλέπουμε θυμίζει περισσότερο τον σουρεαλισμό του David Lynch, τον μαγικό ρεαλισμό του Michel Gondry, αλλά και σκηνές βγαλμένες από Kubrick, και όλα αυτά μέσα σε μία μαύρη κοινωνική κωμωδία.
Αν θέλουμε να κάνουμε μία τελευταία σύγκριση με το «Get Out» είναι ότι το μέτρο που διέθετε ο πρωτάρης σε σκηνοθεσία μεγάλου μήκους ταινίας Peele, το έχει χάσει ο Riley. Αυτό που θέλει να κάνει μέσα από την ταινία είναι να μιλήσει για την ανισότητα μαύρων-λευκών στην σύγχρονη Αμερική, να κατακρίνει την προσπάθεια μαύρων να αλλοιώσουν την προσωπικότητά τους, και να αφομοιωθούν πλήρως στην λευκή κουλτούρα, χάνοντας τον εαυτό τους, όπως και ο πρωταγωνιστής που βυθίστηκε σε όλη αυτήν την ζοφερή κατάσταση από όταν υιοθέτησε την λευκή φωνή, αποσιωπώντας την δική του. Παράλληλα όμως θέλει να ασκήσει κριτική στον καπιταλισμό, δείχνοντας το πώς παραμορφώνεσαι λόγω των χρημάτων και της κοινωνικής ανόδου, που σε οδηγούν να ξεχνάς τους δικούς σου, και να μην βοηθάς τους συναδέλφους σου, συντηρώντας την ισχύουσα ταξική διαφοροποίηση. Προσπαθεί να το πετύχει μέσω παραμορφώσεων, με τερατόμορφα όντα, δείχνοντας έναν κόσμο που έχει χαθεί στον παροξυσμό για τα λεφτά. Όλα αυτά όμως γίνονται με μία ερασιτεχνική επιπολαιότητα, μία αμετροέπεια του πρωτάρη που θεωρεί ότι μπορεί μέσα σε μία ταινία να πει τα πάντα.
Η ταινία σταδιακά χάνει τον ρυθμό της, βυθίζεται σε έναν ονειρικό κόσμο, που ενώ δεν είναι δυσνόητος (δεν είναι και Lynch), καταλήγει να γίνεται περίπλοκος, εξαιτίας του χειρισμού. Ίσως να ήταν καλύτερο να εστιάσει η ταινία στην λευκή φωνή και στο φυλετικό σχόλιο, παρά να προσπαθήσει να το επεκτείνει σε όλη την καπιταλιστική Αμερική. Αυτό θυμίζει την διάθεση του Spike Lee και ορισμένες σκηνές μοιάζουν βγαλμένες από την ποπ αισθητική του, που ήθελε να τα βάλει με όλους, μόνο που ο Lee ήξερε πού ήθελε να επιτεθεί, αν και ούτε εκείνος το έκανε πάντα εύστοχα. Ένα ενδιαφέρον ντεμπούτο, που ενώ χάνεται, τουλάχιστον ακούς την φωνή του και καταλαβαίνεις τι θέλει να σου πει για το σήμερα.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων