Ας ξεκινήσουμε από το θεμελιώδες αξίωμα των ημερών: Όλοι χρησιμοποιούμε το Ίντερνετ. Κοινωνικοποιούμαστε, επικοινωνούμε, ψωνίζουμε, μαθαίνουμε, αναζητούμε συντρόφους, στέλνουμε αγάπη ή μίσος, αναπτύσσουμε μία δεύτερη, πιο “ελεγχόμενη”, ταυτότητα. Και όπως συμβαίνει με το κάθε εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας, εξαρτάται από εμάς το αν η χρήση του θα είναι ορθή ή όχι. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, ο κινηματογράφος, ως μία κοινωνιοκεντρική αλλά και ελεγκτική τέχνη, έχει στρέψει τον φακό του στην δεύτερη περίπτωση, οδηγώντας σε ένα νέο υποείδος ταινιών που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως cyber-thriller. Σε αυτό ανήκει και το Disconnect δια χειρός Henry Alex Rubin (βλ. Girl, Interrupted).
Το Disconnect ακολουθεί τρεις ιστορίες ανθρώπων που αλληλοσυνδέονται με κοινό γνώμονα τα διαδικτυακά εγκλήματα. Ιντερνετικό bullying, υποκλοπή ταυτότητας και σεξουαλική εκμετάλλευση. Ένας περιθωριοποιημένος μαθητής “γνωρίζει” μία συνομήλικη, τολμηρή θαυμάστρια, ένα ζευγάρι ανακαλύπτει ότι κάποιος έχει πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους και ένας νεαρός, μπλεγμένος σε κύκλωμα διαδικτυακής πορνείας, προσεγγίζεται από μία δημοσιογράφο. Ιστορίες που ξεκινούν δειλά, γρήγορα περιπλέκονται σε έναν επικίνδυνο ιστό με τις συνέπειες να είναι ολέθριες.
Ξεκινώντας με τις καλύτερες των προϋποθέσεων και έχοντας πολύ ελπιδοφόρα υλικά στη διάθεσή της, όπως για παράδειγμα το άκρως ενδιαφέρον καστ, η ταινία δεν διστάζει να δείξει από την αρχή το σκοπό της. Με καταστάσεις, κάπως, γνώριμες σε όλους, σε βάζει σε ένα σύμπαν προσιτό και σε καθίζει αμέσως στην θέση των πρωταγωνιστών. Και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερό της επίτευγμα. Αυτά που βλέπεις να διαδραματίζονται στην οθόνη σου δεν είναι μακριά σου, οι άνθρωποι που παρακολουθείς είναι όσο αβοήθητοι θα ήσουν και εσύ ή κάποιος δίπλα σου. Αυτή είναι και η τρομοκρατική συνειδητοποίηση που σε κρατά. Ο ρεαλισμός τόσο μέσα από τις γωνίες λήψης, το φυσικό παίξιμο των ηθοποιών, ακόμη και των νεώτερων, αλλά και την ακριβή αναπαράσταση του ψηφιακού κόσμου συμβάλει τα μέγιστα στη καταβύθιση του θεατή στο μύθο της ταινίας. Χωρίς να το καταλαβαίνεις η ταινία σε βάζει να σκεφτείς: Εσύ πως θα αντιδρούσες;
Ωστόσο, όπως δυστυχώς πολλές φορές συμβαίνει σε σπονδυλωτές ταινίες, το βάρος του ενδιαφέροντος γέρνει τη πλάστιγγα με αποτέλεσμα μερικά σημεία να είναι άνισα και η αφήγηση να κάνει «κοιλιά». Η ανεξήγητα αργή πλοκή τελικά κουράζει και μερικά λάθη στο μοντάζ καθίστανται παραπάνω από εμφανή. Εκτός από τα τεχνικά, που μπορεί να μην ενοχλήσουν, το μεγαλύτερό πρόβλημα με την ταινία είναι ότι προσπαθεί πολύ. Είτε με τον υπέρμετρο λυρισμό της σε σημεία, είτε με αδικαιολόγητες παρορμητικές κινήσεις των ηρώων προσπαθεί να περιπλέξει την ιστορία, ίσως για να σοκάρει περισσότερο ή να μαζέψει όποια σκόρπια νήματα πλοκής. Νοήματα που έχουν θιχτεί επιστρέφουν ξανά και ξανά μέχρι να φτάσουμε σε ένα φινάλε άκρως δεικτικό. Τελικά, μένει μία μουδιασμένη αίσθηση, μία ζορισμένη κάθαρση και ένα αναμενόμενο μήνυμα που σου έχει τριφτεί κραυγαλέα στη μούρη.
Είναι απολύτως λογικό, όταν εξετάζεται σήμερα ένα τόσο περίπλοκο θέμα όπως αυτό του Διαδικτύου και της κακής χρήσης του, να πέφτουμε στη παγίδα της υπερβολής, των κλισέ και του διδακτισμού, όπως στο Disconnect. Σαν εναλλακτική, δείτε καλύτερα το Black Mirror.
Mαρία Μιχαλάκη
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων