Ανάλυση: Η «Σιωπή». Μπέργκμαν και πολιτισμικός χώρος
Στο MOVE IT εξετάζουμε ταινίες του πρόσφατου (ή όχι και τόσο) παρελθόντος, υπό ένα διαφορετικό οπτικό πρίσμα και αποκρυπτογραφούμε την εικονολογία του φιλμ. Ο Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Αραμπατζής, περνάει από το μικροσκόπιό του αυτή την φορά, τη "Σιωπή" του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Η «Σιωπή» (Tystnaden, 1963) είναι ένα από τα πολλά αριστουργήματα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο Σουηδός σκηνοθέτης, μάλιστα, είναι ένας από τους δημιουργούς που ενεργοποίησαν εκ νέου την ιδέα του κινηματογραφικού αριστουργήματος στη μεταπολεμική Ευρώπη, συνεχίζοντας μια παράδοση που λάμπρυνε, μεταξύ άλλων, ο Γερμανικός εξπρεσιονισμός του μεσοπολέμου. Πάντως, το κινηματογραφικό αριστούργημα είναι μια ιδέα που μοιάζει πλέον να έχει αντικατασταθεί από την πιο κοινά αποδεκτή έννοια της «πολύ καλής ταινίας».
Το φιλμ αφηγείται το ταξίδι δυο αδελφών, της Έστερ και της Άννας, καθώς και του 10χρονου γιού της πρώτης, του Γιόχαν. Η Άννα είναι μια αισθησιακή γυναίκα, ενώ η Έστερ είναι διανοούμενη και άρρωστη. Διασχίζουν με τρένο την Κεντρική Ευρώπη για να επιστρέψουν στη Σουηδία αλλά αποφασίζουν να σταματήσουν στη φανταστική πόλη Τιμόκα, σε ένα επίσης φανταστικό κράτος που βρίσκεται σε πόλεμο ή χαρακτηρίζεται από τον μιλιταρισμό του (ο Γιόχαν παρατηρεί, στην αρχή του φιλμ, από το παράθυρο του τρένου, μια μεγάλη σειρά από τεθωρακισμένα πάνω σε μια μακρά αμαξοστοιχία). Οι δυο γυναίκες βρίσκουν καταφύγιο σε ένα παλιό αρχοντικό ξενοδοχείο, η Έστερ μένει κλινήρης ενώ η Άννα συνδέεται ερωτικά με έναν άνδρα που συναντά στην πόλη. Ο Γιόχαν, που περιδιαβάζει το ξενοδοχείο σαν μια κλειστοφοβική χώρα των θαυμάτων, αποτελεί το αντικείμενο της σύγκρουσης των δυο αδελφών, για ποια θα είναι εκείνη που θα δικαιωθεί στα μάτια του αγοριού.
Σύμφωνα με τον Γάλλο σκηνοθέτη και θεωρητικό του κινηματογράφου Ερίκ Ρομέρ, υπάρχουν τριών ειδών χώροι σε μια κινηματογραφική ταινία: ο «εικαστικός» χώρος (η ταινία ως εικόνες), ο «αρχιτεκτονικός» χώρος (η απεικόνιση τμημάτων του κόσμου, πραγματικού ή σκηνικού) και ο «φιλμικός» χώρος, που αφορά στη σύσταση ενός δυνητικού χώρου στο πνεύμα του θεατή. Ο τελευταίος χώρος θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να αποκληθεί και «πολιτισμικός» χώρος, διακριτός τόσο από την εικαστική σύνθεση των πλάνων της ταινίας όσο και από την αντικειμενικότητα του απεικονιζόμενου χώρου (ακόμη και όταν ο αντικειμενικός χώρος μιας ταινίας είναι απλά ένα σκηνικό και, πάλι, αυτός δίνεται ως η αντικειμενικότητα εντός της οποίας κινούνται οι ήρωες).
Ο Μπέργκμαν είναι ένας αριστοτέχνης του πολιτισμικού χώρου. Οι ταινίες του, πέρα από την εικαστική δύναμή τους, που πράγματι είναι ισχυρή στον Σουηδό σκηνοθέτη, πέρα από τα περιεχόμενα των κόσμων που αυτές αναπαριστούν, συνιστούν φαντασιακές συστάσεις χώρου, ταυτιζόμενες με το ιδιαίτερο ύφος της μπεργκμανικής τέχνης. Από την άλλη, δεν πρόκειται απλά για «ιδιωτικούς χώρους» της φαντασίας του αλλά για συντάξεις επικοινωνίας με τους θεατές, τους οποίους ο Μπέργκμαν προσπάθησε τόσο πολύ να διαπαιδαγωγήσει αισθητικά, αντιστεκόμενος στις ενορμήσεις τους για φτηνή και γρήγορη διασκέδαση.
Ο πολιτισμικός χώρος του Μπέργκμαν, και σε αυτή την ταινία, τη «Σιωπή», δίνεται ως ανοίκειος. Χαρακτηριστικό είναι ένα πλάνο από το παράθυρο του ξενοδοχείου, υποκειμενικό του Γιόχαν, όπου εμφανίζεται ένα μόνο τανκ σε ένα νυχτερινό δρομάκι της φανταστικής πόλης. Η ανεξήγητη αυτή εμφάνιση, που επαναφέρει στη μνήμη τη σειρά των τεθωρακισμένων που το 10χρονο αγόρι έβλεπε από το τρένο, είναι ανεξήγητη αφηγηματικά αλλά προσθέτει στην ατμοσφαιρική ανοικειότητα του φιλμ ως ένα ανερμήνευτο, μεμονωμένο σύμβολο, στην καρδιά της πόλης που μιλά μια ξένη γλώσσα (στην πραγματικότητα, μια γλώσσα που φαντάστηκε ο Μπέργκμαν).
Η Σούζαν Σόνταγκ αντιστάθηκε στην ψυχαναλυτική ερμηνεία του πλάνου αυτού, θεωρώντας ότι αυτή φτωχαίνει την εκπληκτική πολυσημία της ταινίας. Δεν πρόκειται, βέβαια, για ένα ερμηνευτικό αδιέξοδο που προτάσσεται από αυτήν, στη θέση μιας ικανοποιητικής εξήγησης. Αντίθετα, η ερμηνευτική πολλαπλότητα αποτελεί το αδιαμφισβήτητο σημείο ενός πραγματικού έργου τέχνης και είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί απ’ όσο φαντάζεται κανείς. Η συγκεκριμένη πολλαπλότητα, ως πολιτισμικός χώρος, συνοδεύει κι αγκαλιάζει την ανεξάντλητη πολλαπλότητα του κόσμου που μας περιβάλλει.
Γιώργος Αραμπατζής
Ο Γιώργος Αραμπατζής είναι Καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ΣΕΠ (ΕΑΠ). Ασχολείται με την εικονολογία και έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα για τον κινηματογράφο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων